τενέβριο(ν)

τενέβριο(ν)
το, Ν
ζωολ. βλ. τενεβρίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τενεβρίων — ο, και παλ. τ. τενέβριο(ν), το, Ν ζωολ. γένος κολεοπτέρων τής οικογένειας τενεβριωνίδες με 12.000 περίπου ευρέως διαδεδομένα είδη που προτιμούν τα θερμά ξηρά κλίματα και αναπτύσσουν δραστηριότητα κυρίως τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”